- βουγάς
- ο1) бык; бугай (обл ); 2) перен. кряжистый человек; бугай (обл )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουγάς — και μπουγάς, ο ένορχις, μη ευνουχισμένος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğa. Για το β της λ. βουγάς αντί του μπ πρβλ. βόμβα] … Dictionary of Greek